ορχούμαι

ορχούμαι
(ΑΜ ὀρχοῡμαι, -έομαι)
χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ'», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.)
2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.)
3. (για τη γη) σείομαι («Θεσσαλίη ὠρχήσατο», Καλλ.)
4. (το ενεργ.) ὀρχῶ, -έω
κάνω κάποιον να σκιρτήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. ὀρχοῦμαι / ὀρχέομαι αποτελεί επιτ. - επαναληπτικό τ. τού ρ. ἔρχομαι. Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει σε μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, το ρ. ὀρχοῦμαι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ergh- «τρέμω, εξεγείρω, σείω, κινώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. rghāyati «τρέμω, θορυβώ, μαίνομαι». Τέλος, το ρ. ὀρχοῦμαι έχει τη σημ. «χορεύω» κυρίως για ομάδα και διακρίνεται από τα ρ. χορεύω «σχηματίζω χορό» (βλ. λ. χορός) και σκιρτώ «πηδώ, αναπηδώ, τινάζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρχοῦμαι — ὀρχέομαι dance pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ὀρχέω dance pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορχούμαι — διορχοῡμαι ( έομαι) (Α) [ορχούμαι] 1. χορεύω ανάμεσα, εδώ κι εκεί 2. (με δοτ.) διαγωνίζομαι στον χορό …   Dictionary of Greek

  • ενορχούμαι — ἐνορχοῡμαι ( έομαι) (Α) [ορχούμαι] χορεύω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εξορχούμαι — ἐξορχοῡμαι, έομαι (AM) [ορχούμαι] 1. χορεύω ώς το τέλος («ὀ δὲ Πάν ἐξορχεῑται ῤυθμόν τινα») 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. προδίδω 4. ατιμάζω 5. περιφρονώ, σαρκάζω …   Dictionary of Greek

  • επισπονδορχηστής — ἐπισπονδορχηστής, ὁ (Α) μέλος τής ομάδας χορευτών που τελούσαν εορταστικούς χορούς κατά τις σπονδές στην Ολυμπία προς τιμή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι σπονδή «ανανέωση συνθηκών» (< επι σπένδομαι + ορχηστής «χορευτής» (< ορχούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • επορχούμαι — ἐπορχοῡμαι, έομαι (AM) [ορχούμαι] χορεύω σύμφωνα με τον ρυθμό μουσικού οργάνου ή τραγουδιού αρχ. χορεύω για να περιγελάσω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κατεξορχούμαι — κατεξορχοῡμαι, έομαι (Α) εμπαίζω κάποιον χορεύοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ορχοῡμαι «χορεύω χλευάζοντας»] …   Dictionary of Greek

  • κατορχούμαι — κατορχοῡμαι, έομαι (Α) 1. χορεύω θριαμβευτικά εμπαίζοντας κάποιον, χορεύω από χαιρεκακία για χλευασμό κάποιου («ἀναβαίνοντες γὰρ ἐπὶ τοὺς προμαχεῶνας τοῡ τείχεος οἱ Βαβυλώνιοι κατωρχέοντο καὶ κατέσκωπτον Δαρεῑον», Ηρόδ.) 2. υποτάσσω ή μαγεύω με… …   Dictionary of Greek

  • μιμόρχηση — η το μιμόδραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + όρχηση (< ὀρχοῦμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”